αποδίδω

αποδίδω
αποδίν||ω (αόρ. απέδωσα и απέδωκα) 1. μετ.
1) отдавать; возвращать; 2) отвечать (на приветствие, оскорбление и т. п.);

αποδίδω τον χαιρετισμό — раскланиваться при встрече, отвечать на приветствие;

3) придавать (значение);
4) воздавать, оказывать (почёт и т. п.);

αποδίδ τιμές — воздавать почести (кому-л.), выстраивать почётный караул в честь (кого-л.);

5) приписывать, вменять (в вину и т. п.);

αποδίδω την ήττα σε κάποιον — приписывать поражение кому-л.;

6) передавать, воспроизводить, излагать; исполнять (музыкальное произведение);

αποδίδ τό νόημα της ομιλίας κάποιου — верно излагать смысл чьего-л. выступления;

7) приносить, давать прибыль, доход;
2. αμετ. 1) приносить прибыль, доход;

τό σπίτι δεν αποδίδει — дом не приносит дохода;

2) быть эффективным, продуктивным;

η μέθοδος αυτή αποδίδει — этот метод эффективен


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αποδίδω" в других словарях:

  • αποδίδω — αποδίδω, απέδωσα (σπάν. απόδωσα) βλ. πίν. 186 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποδίδω — κ. δίνω (AM ἀποδίδωμι, Μ κ. ἀποδίδω) 1. δίνω πίσω, επιστρέφω 2. παραχωρώ σε κάποιον κάτι, του επιτρέπω να κάνει κάτι 3. παραδίνω την ψυχή, πεθαίνω 4. εκτελώ εργασία κατά τρόπο ικανοποιητικό 5. (για κτήμα ή επιχείρηση) αποφέρω κέρδος, παράγω 6.… …   Dictionary of Greek

  • ἀποδιδῶ — ἀποδίδωμι give up pres subj act 1st sg ἀποδίδωμι give up pres ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδιδῷ — ἀποδίδωμι give up pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξιδανικεύω — αποδίδω σε κάτι ή κάποιον τα χαρακτηριστικά τού ιδεώδους, αφαιρώντας τα υλικά, συνήθη ή δυσμενή στοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *ιδανικεύω (< ιδανικός) τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο] …   Dictionary of Greek

  • μἀποδιδῷ — ἀποδιδῷ , ἀποδίδωμι give up pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδιδῶι — ἀποδιδῷ , ἀποδίδωμι give up pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… …   Dictionary of Greek

  • ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… …   Dictionary of Greek

  • απελευθερώνω — (AM ἀπελευθερῶ, όω) αποδίδω την ελευθερία σε δούλο νεοελλ. 1. αποδίδω την ελευθερία σε σκλαβωμένους λαούς, ξεσκλαβώνω 2. απαλλάσσω κάποιον από τα δεσμά, τον αποφυλακίζω 3. μτφ. απαλλάσσω κάποιον από κάτι, απολυτρώνω …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»